Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

own (en) (χωρίς παραθετικά)

  1. που ανήκει σε, δικός, ίδιος
    your own book - το δικό σου βιβλίο
    I shared a car with my brother, but now I have my own car!
    Μοιράστηκα ένα αυτοκίνητο με τον αδελφό μου, αλλά τώρα έχω το δικό μου αυτοκίνητο!
    with my own hands - με τα ίδια μου τα χέρια
  2. μοναχός, παράγεται από και για μένα
    Don’t try to be your own lawyer.
    Μην κάνεις μοναχός σου το δικηγόρο.
    She makes all her own clothes.
    Φτιάχνει μοναχή της όλα της τα ρούχα.

Εκφράσεις επεξεργασία

Σημειώσεις επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  • my own - Cambridge Dictionary online

  Ρήμα επεξεργασία

ενεστώτας own
γ΄ ενικό ενεστώτα owns
αόριστος owned
παθητική μετοχή owned
ενεργητική μετοχή owning

own (en)

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία