Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πλατυποδία οι πλατυποδίες
      γενική της πλατυποδίας των πλατυποδιών
    αιτιατική την πλατυποδία τις πλατυποδίες
     κλητική πλατυποδία πλατυποδίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
πόδι με πλατυποδία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πλατυποδία < πλατυ- / πλατύς + -ποδία / πόδι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πλατυποδία θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία