Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

παρερμηνεύω < ελληνιστική κοινή παρερμηνεύω

  Ρήμα επεξεργασία

παρερμηνεύω (παθητική φωνή: παρερμηνεύομαι)

  1. ερμηνεύω κάτι με λάθος τρόπο, καταλήγοντας έτσι σε λάθος συμπεράσματα
  2. αντιλαμβάνομαι κάτι λάθος

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία