Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μοναρχισμός οι μοναρχισμοί
      γενική του μοναρχισμού των μοναρχισμών
    αιτιατική τον μοναρχισμό τους μοναρχισμούς
     κλητική μοναρχισμέ μοναρχισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μοναρχισμός < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μοναρχισμός αρσενικό

  1. η πολιτική ιδεολογία που υποστηρίζει τη μοναρχία ως το ιδανικό πολίτευμα
  2. η πολιτική υποστήριξη προς τους μονάρχες στην άσκηση της εξουσίας τους

  Μεταφράσεις επεξεργασία