επιμένω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- επιμένω < αρχαία ελληνική ἐπιμένω < ἐπί + μένω
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.piˈme.no/
Ρήμα επεξεργασία
επιμένω
- δεν αφήνω κάτι στη μέση μιας προσπάθειας, εξακολουθώ να κάνω ή να επιδιώκω κάτι παρ’ όλες τις δυσμένειες ή αντιθέσεις που συναντώ
- εξακολουθώ να υφίσταμαι, να υπάρχω