Δείτε επίσης: ἀντικρούω

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντικρούω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀντικρούω.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε αντι- + κρούω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /an.diˈkɾu.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐ντι‐κρού‐ω

  Ρήμα επεξεργασία

αντικρούω (παθητική φωνή: αντικρούομαι)

  1. αποκρούω, απωθώ
  2. αντιμετωπίζω, ανασκευάζω

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία