Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αμυγδαλεώνας οι αμυγδαλεώνες
      γενική του αμυγδαλεώνα των αμυγδαλεώνων
    αιτιατική τον αμυγδαλεώνα τους αμυγδαλεώνες
     κλητική αμυγδαλεώνα αμυγδαλεώνες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
χιονισμένος αμυγδαλεώνας

  Ετυμολογία επεξεργασία

αμυγδαλεώνας < (καθαρεύουσα) ἀμυγδαλ(ή) + -εών. Λόγια επίδραση στο αμυγδαλιώνας.[1] Αναλύεται σε αμυγδαλ(ιά) + -εώνας

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.mi.ɣða.leˈo.nas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐μυ‐γδα‐λε‐ώ‐νας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αμυγδαλεώνας αρσενικό

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία