Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Δώριζας οι Δωριζαίοι
      γενική του Δώριζα των Δωριζαίων
    αιτιατική τον Δώριζα τους Δωριζαίους
     κλητική Δώριζα Δωριζαίοι
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Μπούκουρας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Δώριζας < τοπωνύμιο Δώριζα[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈðο.ɾi.zas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Δώ‐ρι‐ζας

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Δώριζας αρσενικό (θηλυκό Δώριζα)

Δείτε επίσης επεξεργασία

Μεταγραφές επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Γεώργιος Κ. Γιαννάκης (επιμ.), Ο γλωσσικός χάρτης της Κεντρικής και Βόρειας Ελλάδας κατά την αρχαιότητα, Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2015. σελ. 202