Διοτειρθώτης
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Διοτειρθώτης | οἱ | Διοτειρθῶται |
γενική | τοῦ | Διοτειρθώτου | τῶν | Διοτειρθωτῶν |
δοτική | τῷ | Διοτειρθώτῃ | τοῖς | Διοτειρθώταις |
αιτιατική | τὸν | Διοτειρθώτην | τοὺς | Διοτειρθώτᾱς |
κλητική ὦ! | Διοτειρθῶτᾰ | Διοτειρθῶται | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Διοτειρθώτᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Διοτειρθώταιν | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'στρατιώτης' όπως «στρατιώτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Διοτειρθώτης < + -ώτης • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΔιοτειρθώτης αρσενικό
Πηγές
επεξεργασία- Διοτειρθώτης - Trismegistos People, βάση ονομάτων μη βασιλικών προσώπων που αναφέρονται ως κάτοικοι της Αιγύπτου μεταξύ του 800 π.Χ. και του 800 μ.Χ., KU Leuven