Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Διοτειρθώτης οἱ Διοτειρθῶται
      γενική τοῦ Διοτειρθώτου τῶν Διοτειρθωτῶν
      δοτική τῷ Διοτειρθώτ τοῖς Διοτειρθώταις
    αιτιατική τὸν Διοτειρθώτην τοὺς Διοτειρθώτᾱς
     κλητική ! Διοτειρθῶτ Διοτειρθῶται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Διοτειρθώτ
γεν-δοτ τοῖν  Διοτειρθώταιν
Συνήθως στον ενικό.
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'στρατιώτης' όπως «στρατιώτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Διοτειρθώτης < + -ώτης • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Διοτειρθώτης αρσενικό

  Πηγές επεξεργασία