Διακονόπουλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Διακονόπουλος | οι | Διακονόπουλοι & Διακονοπουλαίοι1 |
γενική | του | Διακονόπουλου & Διακονοπούλου |
των | Διακονόπουλων2 & Διακονοπουλαίων |
αιτιατική | τον | Διακονόπουλο | τους | Διακονόπουλους3 & Διακονοπουλαίους |
κλητική | Διακονόπουλε | Διακονόπουλοι & Διακονοπουλαίοι | ||
1. Οι δεύτεροι τύποι, προφορικοί, οικείοι. 2. Παρωχημένη γενική πληθυντικού: Διακονοπούλων 3. Παρωχημένη αιτιατική πληθυντικού: Διακονοπούλους | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παπαδόπουλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Διακονόπουλος < διάκον(ος) + -όπουλος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΔιακονόπουλος αρσενικό (θηλυκό Διακονοπούλου)