Δεῖμος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Δεῖμος | ||
γενική | τοῦ | Δείμου | ||
δοτική | τῷ | Δείμῳ | ||
αιτιατική | τὸν | Δεῖμον | ||
κλητική ὦ! | Δεῖμε | |||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Δεῖμος < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΔεῖμος, -ου αρσενικό
- (ελληνική μυθολογία) γιος του Άρη και αδελφός του Φόβου, προσωποποίηση του τρόμου
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Θεογονία, 934 ((933-934))
- αὐτὰρ Ἄρηι | ῥινοτόρῳ Κυθέρεια Φόβον καὶ Δεῖμον ἔτικτε,
- Στον Άρη | που τις ασπίδες διαπερνά γέννησε η Κυθέρεια το Δείμο και το Φόβο,
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- αὐτὰρ Ἄρηι | ῥινοτόρῳ Κυθέρεια Φόβον καὶ Δεῖμον ἔτικτε,
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, (αποδίδεται) Ἀσπὶς Ἡρακλέουςw, 463 ((463-465))
- τῷ δὲ Φόβος καὶ Δεῖμος ἐύτροχον ἅρμα καὶ ἵππους | ἤλασαν αἶψ᾽ ἐγγύς, καὶ ἀπὸ χθονὸς εὐρυοδείης | ἐς δίφρον θῆκαν πολυδαίδαλον·
- Ο Φόβος και ο Δείμος ευθύς στον Άρη οδήγησαν κοντά το άρμα | το καλότροχο και τ᾽ άλογα, από τη γη τον σήκωσαν | που ᾽χει πλατιούς τους δρόμους και τον έβαλαν στο πολυποίκιλτο άρμα.
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- τῷ δὲ Φόβος καὶ Δεῖμος ἐύτροχον ἅρμα καὶ ἵππους | ἤλασαν αἶψ᾽ ἐγγύς, καὶ ἀπὸ χθονὸς εὐρυοδείης | ἐς δίφρον θῆκαν πολυδαίδαλον·
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Θεογονία, 934 ((933-934))
Πηγές
επεξεργασία- Δεῖμος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- Δεῖμος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.