Δεξικράτωρ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
Δεξῐκρᾰτωρ-, Δεξῐκρᾰτορ- | |||||
ονομαστική | ὁ | Δεξικράτωρ | οἱ | Δεξικράτορες | |
γενική | τοῦ | Δεξικράτορος | τῶν | Δεξικρατόρων | |
δοτική | τῷ | Δεξικράτορῐ | τοῖς | Δεξικράτορσῐ(ν) | |
αιτιατική | τὸν | Δεξικράτορᾰ | τοὺς | Δεξικράτορᾰς | |
κλητική ὦ! | Δεξικράτορ | Δεξικράτορες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Δεξικράτορε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | Δεξικρατόροιν | |||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. Συνήθως στον ενικό. | |||||
3η κλίση, Κατηγορία 'κτήτωρ' όπως «ἀλέκτωρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαΔεξικράτωρ, -ορος αρσενικό
- (ελληνιστική κοινή) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…) ανδρικό όνομα
Πηγές
επεξεργασία- Δεξικράτωρ - Trismegistos People, βάση ονομάτων μη βασιλικών προσώπων που αναφέρονται ως κάτοικοι της Αιγύπτου μεταξύ του 800 π.Χ. και του 800 μ.Χ., KU Leuven