Δασκαλιάδης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Δασκαλιάδης | οι | Δασκαλιάδηδες |
γενική | του | Δασκαλιάδη* | των | Δασκαλιάδηδων |
αιτιατική | τον | Δασκαλιάδη | τους | Δασκαλιάδηδες |
κλητική | Δασκαλιάδη | Δασκαλιάδηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Δασκαλιάδου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Δασκαλιάδης < + -άδης • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα επεξεργασία
Δασκαλιάδης αρσενικό (θηλυκό Δασκαλιάδη ή Δασκαλιάδου)