Δασκαλιάδου
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Δασκαλιάδου < λόγια γενική ενικού του αρσενικού Δασκαλιάδης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΔασκαλιάδου θηλυκό άκλιτο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταγραφές
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
επεξεργασίαΔασκαλιάδου αρσενικό
- (λόγιο) γενική ενικού του Δασκαλιάδης