Δείτε επίσης: δανέζα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Δανέζα οι Δανέζες
      γενική της Δανέζας
    αιτιατική τη Δανέζα τις Δανέζες
     κλητική Δανέζα Δανέζες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Δανέζα < Δαν(ός) + -έζα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

Δανέζα θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία