Δαμάσκω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Δαμάσκω | οι | Δαμάσκες |
γενική | της | Δαμάσκως | των | Δαμάσκων |
αιτιατική | τη | Δαμάσκω | τις | Δαμάσκες |
κλητική | Δαμάσκω | Δαμάσκες | ||
Ο πληθυντικός σε -ες είναι σπάνιος. | ||||
Κατηγορία όπως «τρελέγκω» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Δαμάσκω < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ðaˈma.sko/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Δα‐μά‐σκω
Κύριο όνομα επεξεργασία
Δαμάσκω θηλυκό
Πηγές επεξεργασία
- "Συλλογή κύριων ονομάτων των νεότερων Ελλήνων Θράκης". Αρχείου του Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού. 1. Αθήνα: Τυπογραφείον Σεργιάδου. 1934-35. σελ. 218-224.