Δένδρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | Δένδρα | ||
γενική | των | Δένδρων | ||
αιτιατική | τα | Δένδρα | ||
κλητική | Δένδρα | |||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Δένδρα < δένδρα < πληθυντικός αριθμός του δένδρο
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈðen.ðɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Δέν‐δρα
Κύριο όνομα επεξεργασία
Δένδρα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό