Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈða.ɣla/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Δά‐γλα

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Δάγλα
      γενική της Δάγλας
    αιτιατική τη Δάγλα
     κλητική Δάγλα
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Δάγλα < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Δάγλα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

Δάγλα < γενική ενικού του αρσενικού Δάγλας

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Δάγλα θηλυκό άκλιτο

Συγγενικά επεξεργασία

Μεταγραφές επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος επεξεργασία

Δάγλα αρσενικό

  Αναφορές επεξεργασία

  1. ΦΕΚ 179 Α, 30 Αυγούστου 1927