Δάγλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈða.ɣla/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Δά‐γλα
Ετυμολογία 1
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Δάγλα | ||
γενική | της | Δάγλας | ||
αιτιατική | τη | Δάγλα | ||
κλητική | Δάγλα | |||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Δάγλα < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΔάγλα θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΕτυμολογία 2
επεξεργασία- Δάγλα < γενική ενικού του αρσενικού Δάγλας
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΔάγλα θηλυκό άκλιτο
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταγραφές
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
επεξεργασίαΔάγλα αρσενικό