Γρηγορίτικα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | Γρηγορίτικα | ||
γενική | των | Γρηγορίτικων | ||
αιτιατική | τα | Γρηγορίτικα | ||
κλητική | Γρηγορίτικα | |||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Γρηγορίτικα < Γρηγόρι• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɣɾi.ɣoˈɾi.ti.ka/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Γρη‐γο‐ρή‐τι‐κα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΓρηγορίτικα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία Γρηγορίτικα