Γονίδης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Γονίδης | οι | Γονίδηδες |
γενική | του | Γονίδη* | των | Γονίδηδων |
αιτιατική | τον | Γονίδη | τους | Γονίδηδες |
κλητική | Γονίδη | Γονίδηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Γονίδου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Γονίδης < + -ίδης • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΓονίδης αρσενικό (θηλυκό Γονίδου ή Γονίδη)