Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Γλυτσός οι Γλυτσοί
      γενική του Γλυτσού των Γλυτσών
    αιτιατική τον Γλυτσό τους Γλυτσούς
     κλητική Γλυτσέ Γλυτσοί
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Σολωμός (κλίση: ναός)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Γλυτσός < γλίτσα[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɣliˈt͡sos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Γλι‐τσός

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Γλυτσός αρσενικό (θηλυκό Γλιτσού)

Μεταγραφές επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Εμμανουήλ Π. Καλλίγερος (2002), Κυθηραϊκά επώνυμα. Ιστορική, γεωγραφική και γλωσσική προσέγγιση, Αθήνα: Εταιρεία Κυθηραϊκών Μελετών.