Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Γκλούμπος οι Γκλούμποι
      γενική του Γκλούμπου των Γκλούμπων
    αιτιατική τον Γκλούμπο τους Γκλούμπους
     κλητική Γκλούμπε Γκλούμποι
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παλαιολόγος (κλίση: δρόμος)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Γκλούμπος < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈglum.bos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Γκλού‐μπος

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Γκλούμπος αρσενικό (θηλυκό Γκλούμπου)

Μεταγραφές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Ντίνας, Κ. 1995. Kοζανίτικα επώνυμα (1759-1916). Kοζάνη: Iνστιτούτο Bιβλίου και Aνάγνωσης (Yπουργείο Πολιτισμού-Δήμος Kοζάνης) [1]