Γκιούλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Γκιούλα | οι | Γκιούλες |
γενική | της | Γκιούλας | — | |
αιτιατική | την | Γκιούλα | τις | Γκιούλες |
κλητική | Γκιούλα | Γκιούλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Γκιούλα < + υποκοριστικό επίθημα -ούλα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΓκιούλα θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία Γκιούλα
|