Γκιουζεπίνα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Γκιουζεπίνα | οι | Γκιουζεπίνες |
γενική | της | Γκιουζεπίνας | — | |
αιτιατική | την | Γκιουζεπίνα | τις | Γκιουζεπίνες |
κλητική | Γκιουζεπίνα | Γκιουζεπίνες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Γκιουζεπίνα < (οπτικό δάνειο) ιταλική Giuseppina (Τζουζεπίνα) με απλοπολοίηση γραφής (και προφοράς) του διπλού συμφώνου → δείτε τη λέξη Ιωσηφίνα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΓκιουζεπίνα θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία Γκιουζεπίνα
|