Γκανέζα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Γκανέζα | οι | Γκανέζες |
γενική | της | Γκανέζας | — | |
αιτιατική | την | Γκανέζα | τις | Γκανέζες |
κλητική | Γκανέζα | Γκανέζες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαΓκανέζα θηλυκό
- (εθνικό όνομα) θηλυκό του Γκανέζος
Μεταφράσεις
επεξεργασία Γκανέζα
|