Γιασεμούλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Γιασεμούλα | οι | Γιασεμούλες |
γενική | της | Γιασεμούλας | — | |
αιτιατική | τη | Γιασεμούλα | τις | Γιασεμούλες |
κλητική | Γιασεμούλα | Γιασεμούλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Γιασεμούλα < + υποκοριστικό επίθημα -ούλα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΓιασεμούλα θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία Γιασεμούλα
|