Γιαννούλω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Γιαννούλω | οι | Γιαννούλες |
γενική | της | Γιαννούλως | των | Γιαννούλων |
αιτιατική | τη | Γιαννούλω | τις | Γιαννούλες |
κλητική | Γιαννούλω | Γιαννούλες | ||
Ο πληθυντικός σε -ες είναι σπάνιος. | ||||
Κατηγορία όπως «τρελέγκω» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Γιαννούλω < → δείτε τη λέξη Γιαννούλα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ʝaˈnu.lo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Γιαν‐νού‐λω
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΓιαννούλω θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία Γιαννούλω
|
Πηγές
επεξεργασία- "Συλλογή κύριων ονομάτων των νεότερων Ελλήνων Θράκης". Αρχείου του Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού. 1. Αθήνα: Τυπογραφείον Σεργιάδου. 1934-35. σελ. 218-224.