Γιαλισκάρι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Γιαλισκάρι | ||
γενική | — | |||
αιτιατική | το | Γιαλισκάρι | ||
κλητική | Γιαλισκάρι | |||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Γιαλισκάρι < γιαλός + -ίσκος + -άρι < αρχαία ελληνική αἰγιαλός
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΓιαλισκάρι ουδέτερο
Μεταφράσεις
επεξεργασία Γιαλισκάρι
|