Γερακαριώτισσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Γερακαριώτισσα < Γερακαριώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ʝe.ɾa.kaɾˈʝo.ti.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Γε‐ρα‐καρ‐ιώ‐τισ‐σα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΓερακαριώτισσα θηλυκό
- (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Γερακαριώτης
- προσωνυμία της Παναγίας σε μονή στη Ναυπακτία
Συγγενικά
επεξεργασία- γερακαριώτικος
- → και δείτε τη λέξη Γερακάρι
Μεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Γερακαριώτης
Γερακαριώτισσα
|