Γενητσαριώτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Γενητσαριώτης | οι | Γενητσαριώτηδες |
γενική | του | Γενητσαριώτη* | των | Γενητσαριώτηδων |
αιτιατική | τον | Γενητσαριώτη | τους | Γενητσαριώτηδες |
κλητική | Γενητσαριώτη | Γενητσαριώτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Γενητσαριώτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Γενητσαριώτης < γενιτσαρ(ος) + -ιώτης • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΓενητσαριώτης αρσενικό (θηλυκό Γενητσαριώτη ή Γενητσαριώτου)