Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Γαργήττιος οἱ Γαργήττιοι
      γενική τοῦ Γαργηττίου τῶν Γαργηττίων
      δοτική τῷ Γαργηττί τοῖς Γαργηττίοις
    αιτιατική τὸν Γαργήττιον τοὺς Γαργηττίους
     κλητική ! Γαργήττιε Γαργήττιοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Γαργηττίω
γεν-δοτ τοῖν  Γαργηττίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Γαργήττιος < Γαργηττ(ός) + -ιος

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Γαργήττιος αρσενικό

  1. (πατριδωνυμικό) ο κάτοικος του δήμου Γαργηττού
  2. ανδρικό όνομα

  Πηγές επεξεργασία