Γαργήττιος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Γαργήττιος | οἱ | Γαργήττιοι |
γενική | τοῦ | Γαργηττίου | τῶν | Γαργηττίων |
δοτική | τῷ | Γαργηττίῳ | τοῖς | Γαργηττίοις |
αιτιατική | τὸν | Γαργήττιον | τοὺς | Γαργηττίους |
κλητική ὦ! | Γαργήττιε | Γαργήττιοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Γαργηττίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Γαργηττίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Γαργήττιος < Γαργηττ(ός) + -ιος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΓαργήττιος αρσενικό
- (πατριδωνυμικό) ο κάτοικος του δήμου Γαργηττού
- ανδρικό όνομα
Πηγές
επεξεργασία- Γαργήττιος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- P. M. Fraser and E. Matthews 1987 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. I: The Aegean Islands. Cyprus. Cyrenaica, Oxford: Oxford University Press