Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Βουτσιναίος οι Βουτσιναίοι
      γενική του Βουτσιναίου των Βουτσιναίων
    αιτιατική τον Βουτσιναίο τους Βουτσιναίους
     κλητική Βουτσιναίε Βουτσιναίοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Βουτσιναίος < Βουτσιν(άς) + -αίος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /vu.t͡siˈne.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Βου‐τσι‐ναί‐ος

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Βουτσιναίος αρσενικό

  • (επωνυμία) ονομασία ποιητικού διαγωνισμού του 19ου αιώνα
    ※ Πρόγονοί τους ήταν τα σκεπτικά (εκθέσεις) που συνόδευαν τους φημισμένους αθλοθετημένους ποιητικούς διαγωνισμούς, πανεπιστημιακούς ή όχι, όπως ο Ράλλειος από το 1851, ο Βουτσιναίος, και, κατά δεύτερο λόγο, ο Φιλαδέλφειος και ο Καλοκαιρίνειος, στους οποίους συμμετείχαν και βραβεύτηκαν πολλοί γνωστοί συγγραφείς, όπως μάς έχει πληροφορήσει ο Παναγιώτης Μουλλάς σε σχετική του μελέτη (Κωστής Παλαμάς, Γεώργιος Βιζυηνός, κ.α., ενώ τα σκεπτικά των αποφάσεων για τις βραβεύσεις θεωρούνται σήμερα πολύτιμα τεκμήρια για την ιστορία της λογοτεχνίας μας. (Τα κριτήρια των Κρατικών Βραβείων Λογοτεχνίας από την επιτροπή Απονομής, Η Καθημερινή, 21 Φεβρουαρίου 2014)

  Μεταφράσεις επεξεργασία