Βοείδης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Βοείδης | οι | Βοείδηδες |
γενική | του | Βοείδη* | των | Βοείδηδων |
αιτιατική | τον | Βοείδη | τους | Βοείδηδες |
κλητική | Βοείδη | Βοείδηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Βοείδου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Βοείδης < + -είδης • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα επεξεργασία
Βοείδης αρσενικό (θηλυκό Βοείδη ή Βοείδου)