Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /velˈt͡si.sta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Βελ‐τσί‐στα

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Βελτσίστα
      γενική της Βελτσίστας
    αιτιατική τη Βελτσίστα
     κλητική Βελτσίστα
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Βελτσίστα < σλαβικής προέλευσης *vьlkъ (λύκος) + -išta (κατάληξη τοπωνυμίων)[1]

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Βελτσίστα θηλυκό, μόνο στον ενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Γιώργος Ζαροδήμος, Τα Οικωνύμια του Δήμου Αγράφων, Αθήνα 2021
  2. ΦΕΚ Α 81, 14 Μαΐου 1928

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

Βελτσίστα < γενική ενικού του αρσενικού Βελτσίστας

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Βελτσίστα θηλυκό άκλιτο

Μεταγραφές επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος επεξεργασία

Βελτσίστα αρσενικό