Βεατρίκη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Βεατρίκη | ||
γενική | της | Βεατρίκης | ||
αιτιατική | τη | Βεατρίκη | ||
κλητική | Βεατρίκη | |||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαΒεατρίκη θηλυκό