Βαρσαβούλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Βαρσαβούλα | οι | Βαρσαβούλες |
γενική | της | Βαρσαβούλας | — | |
αιτιατική | τη | Βαρσαβούλα | τις | Βαρσαβούλες |
κλητική | Βαρσαβούλα | Βαρσαβούλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Βαρσαβούλα < + υποκοριστικό επίθημα -ούλα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΒαρσαβούλα θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία Βαρσαβούλα
|