Δείτε επίσης: βαριώτισσα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Βαριώτισσα οι Βαριώτισσες
      γενική της Βαριώτισσας των Βαριωτισσών
    αιτιατική τη Βαριώτισσα τις Βαριώτισσες
     κλητική Βαριώτισσα Βαριώτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Βαριώτισσα < Βαριώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /vaɾˈʝo.ti.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Βα‐ριώ‐τισ‐σα

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Βαριώτισσα θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  • → και δείτε τη λέξη Βάρη

  Μεταφράσεις επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Βαριώτης