Βανίνα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Βανίνα | οι | Βανίνες |
γενική | της | Βανίνας | — | |
αιτιατική | τη | Βανίνα | τις | Βανίνες |
κλητική | Βανίνα | Βανίνες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Βανίνα < Βάν(α) + -ίνα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα επεξεργασία
Βανίνα θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
Βανίνα
|