Βαλσαμούλα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Βαλσαμούλα | οι | Βαλσαμούλες |
γενική | της | Βαλσαμούλας | — | |
αιτιατική | τη | Βαλσαμούλα | τις | Βαλσαμούλες |
κλητική | Βαλσαμούλα | Βαλσαμούλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Βαλσαμούλα < + υποκοριστικό επίθημα -ούλα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα επεξεργασία
Βαλσαμούλα θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
Βαλσαμούλα
|