ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ Βαλιαρεῖς - Βαλιαρῆς*
      γενική τῶν Βαλιαρέων
      δοτική τοῖς Βαλιαρεῦσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς Βαλιαρέᾱς
     κλητική ! Βαλιαρεῖς - Βαλιαρῆς*
* αττικός τύπος.
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'βασιλεύς' όπως «βασιλεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Βαλιαρεῖς < πληθυντικός αριθμός του Βαλιαρεύς < Βαλιαρίδες

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

Βαλιαρεῖς αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό

Συγγενικά

επεξεργασία