Βαλιαρεῖς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | οἱ | Βαλιαρεῖς - Βαλιαρῆς* | ||||||
γενική | τῶν | Βαλιαρέων | ||||||
δοτική | τοῖς | Βαλιαρεῦσῐ(ν) | ||||||
αιτιατική | τοὺς | Βαλιαρέᾱς | ||||||
κλητική ὦ! | Βαλιαρεῖς - Βαλιαρῆς* | |||||||
* αττικός τύπος. | ||||||||
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'βασιλεύς' όπως «βασιλεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Βαλιαρεῖς < πληθυντικός αριθμός του Βαλιαρεύς < Βαλιαρίδες
Ουσιαστικό
επεξεργασίαΒαλιαρεῖς αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό
- (ελληνιστική κοινή) (πατριδωνυμικό) οι κάτοικοι των Βαλεαρίδων (Βαλιαρίδες)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη Βαλιαρίδες
Πηγές
επεξεργασία- Βαλιαρεῖς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.