Βαλασούδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Βαλασούδα | οι | Βαλασούδες |
γενική | της | Βαλασούδας | — | |
αιτιατική | τη | Βαλασούδα | τις | Βαλασούδες |
κλητική | Βαλασούδα | Βαλασούδες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /va.laˈsu.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βα‐λα‐σού‐δα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΒαλασούδα θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία Βαλασούδα
|
Πηγές
επεξεργασία- "Συλλογή κύριων ονομάτων των νεότερων Ελλήνων Θράκης". Αρχείου του Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού. 1. Αθήνα: Τυπογραφείον Σεργιάδου. 1934-35. σελ. 218-224.