Βαγγελίστρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Βαγγελίστρα | οι | Βαγγελίστρες |
γενική | της | Βαγγελίστρας | — | |
αιτιατική | τη | Βαγγελίστρα | τις | Βαγγελίστρες |
κλητική | Βαγγελίστρα | Βαγγελίστρες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Βαγγελίστρα < Ευαγγελίστρια • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΒαγγελίστρα θηλυκό
- (προσφώνηση, λαϊκότροπο, θρησκεία) προσφώνηση της Παναγίας και (συνεκδοχικά) η Παναγία
- στη φράση: Βαγγελίστρα μου!'