Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Βαγγελίστρα οι Βαγγελίστρες
      γενική της Βαγγελίστρας
    αιτιατική τη Βαγγελίστρα τις Βαγγελίστρες
     κλητική Βαγγελίστρα Βαγγελίστρες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Βαγγελίστρα < Ευαγγελίστρια • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Βαγγελίστρα θηλυκό