Βίκος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Βίκος | οι | Βίκοι |
γενική | του | Βίκου | των | Βίκων |
αιτιατική | τον | Βίκο | τους | Βίκους |
κλητική | Βίκο | Βίκοι | ||
Κατηγορία όπως «υπνάκος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
- Βίκος < χαϊδευτικό του Βίκτωρας(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Κύριο όνομα επεξεργασία
Βίκος αρσενικό