Βίκος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Βίκος | οι | Βίκοι |
γενική | του | Βίκου | των | Βίκων |
αιτιατική | τον | Βίκο | τους | Βίκους |
κλητική | Βίκο | Βίκοι | ||
Κατηγορία όπως «υπνάκος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία 1
επεξεργασία- Βίκος < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΒίκος αρσενικό (θηλυκό Βίκου)
Μεταγραφές
επεξεργασίαΕτυμολογία 2
επεξεργασία- Βίκος < χαϊδευτικό του Βίκτωρας(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΒίκος αρσενικό