Βάσιλας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Βάσιλας < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈva.si.las/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βά‐σι‐λας
Κύριο όνομα επεξεργασία
Βάσιλας αρσενικό (θηλυκό Βάσιλα)
Δείτε επίσης : Βασίλας, Βασιλᾶς |
Βάσιλας αρσενικό (θηλυκό Βάσιλα)