Αϊμελίδης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Αϊμελίδης | οι | Αϊμελίδηδες |
γενική | του | Αϊμελίδη* | των | Αϊμελίδηδων |
αιτιατική | τον | Αϊμελίδη | τους | Αϊμελίδηδες |
κλητική | Αϊμελίδη | Αϊμελίδηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Αϊμελίδου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Αϊμελίδης < + -ίδης • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΑϊμελίδης αρσενικό (θηλυκό Αϊμελίδου ή Αϊμελίδη)