Αφρατούλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Αφρατούλα | οι | Αφρατούλες |
γενική | της | Αφρατούλας | — | |
αιτιατική | την | Αφρατούλα | τις | Αφρατούλες |
κλητική | Αφρατούλα | Αφρατούλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Αφρατούλα < + υποκοριστικό επίθημα -ούλα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΑφρατούλα θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία Αφρατούλα
|