Αφεντρούλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Αφεντρούλα | οι | Αφεντρούλες |
γενική | της | Αφεντρούλας | — | |
αιτιατική | την | Αφεντρούλα | τις | Αφεντρούλες |
κλητική | Αφεντρούλα | Αφεντρούλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Αφεντρούλα < + υποκοριστικό επίθημα -ούλα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΑφεντρούλα θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία Αφεντρούλα
|