Αυγουστινιάτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Αυγουστινιάτος < Αυγουστίν(ος) + -ι- + -άτος
Κύριο όνομα επεξεργασία
Αυγουστινιάτος αρσενικό (θηλυκό Αυγουστινιάτου)
Δείτε επίσης : Αυγουστάτος |
Αυγουστινιάτος αρσενικό (θηλυκό Αυγουστινιάτου)