Αυγερούλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Αυγερούλα | οι | Αυγερούλες |
γενική | της | Αυγερούλας | — | |
αιτιατική | την | Αυγερούλα | τις | Αυγερούλες |
κλητική | Αυγερούλα | Αυγερούλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Αυγερούλα < + υποκοριστικό επίθημα -ούλα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΑυγερούλα θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία Αυγερούλα
|