Ατζελίνα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Ατζελίνα | οι | Ατζελίνες |
γενική | της | Ατζελίνας | των | (Ατζελίνων) |
αιτιατική | την | Ατζελίνα | τις | Ατζελίνες |
κλητική | Ατζελίνα | Ατζελίνες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Κύριο όνομα επεξεργασία
Ατζελίνα θηλυκό